- αιδοίο
- τοτο εξωτερικό τμήμα των γεννητικών οργάνων της γυναίκας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αιδοίο — Τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Περιλαμβάνει τα εξωτερικά γεννητικά της όργανα, δηλαδή το εφηβαίο ή όρος της Αφροδίτης, τα μεγάλα και τα μικρά χείλη (ή νύμφες), μεταξύ των οποίων βρίσκεται ο πρόδομος, η κλειτορίδα, το έξω στόμιο της ουρήθρας,… … Dictionary of Greek
αἰδοῖο — αἰδέομαι to be ashamed pres opt mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιδοιικός — ή, ό (Α αἰδοιικός, ή, όν) [αἰδοῑον] αυτός που αναφέρεται στο αιδοίο ή στα αιδοία «αιδοιική χώρα», το μέρος τού σώματος όπου το αιδοίο … Dictionary of Greek
αιδοιοκολπικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο αιδοίο και τον κόλπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιδοίο + κολπικός] … Dictionary of Greek
κύσθος — (I) ο (Α κύσθος) το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κύσθος < *qus dho , που αποτελεί πιθ. τη μηδενισμένη βαθμίδα (s)qu s , παρεκτεταμένη (με s ) μορφή τής ΙΕ ρίζας (s)qeu «σκεπάζω, καλύπτω» (πρβλ. και κεύθω), και επίθημα θος (πρβλ. (κέλευ θος) … Dictionary of Greek
μηριόνης — Ήρωας του Τρωικού πολέμου, που αναφέρεται σε πολλά σημεία της Ιλιάδας. Ο Όμηρος τον περιγράφει ως συνετό, γενναίο και επιδέξιο πολεμιστή. Καταγόταν από την Κρήτη και ήταν στενός φίλος του Ιδομενέα, τον οποίο όμως σκότωσε κατά λάθος, σκοπεύοντας… … Dictionary of Greek
ροδωνιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Φθιώτιδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (17 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος μικρότερος οικισμός, η Καρυά (υψόμ. 115 μ.). * * * η / ῥοδωνιά, ΝΜΑ, και ῥοδωνία και ροδονία, ΜΑ 1. τόπος κατάφυτος με… … Dictionary of Greek
σάβυττος — και σαβύττης, ὁ, Ν (κατά τον Ησύχ.) α) «τρόπος κουρᾱς τῆς κόμης» β) «τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Η λ. μπορεί πιθ. να συνδεθεί με τους τ. βυττός «γυναικείο αιδοίο» ή σαβαρίχις «γυναικείο αιδοίο» … Dictionary of Greek
σάκτας — ὁ, Α 1. σάκος, θύλακος 2. το γυναικείο αιδοίο, σάκανδρος* 3. γιατρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, συγκεντρώνω, τακτοποιώ» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω) + κατάλ. –τᾱς. Η λ. ανάγεται στο ρ. σάττω λόγω τού ότι στον σάκο συγκεντρώνονται, στοιβάζονται … Dictionary of Greek
χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι … Dictionary of Greek